- ξεθέρμισμα
- το [ξεθερμίζω]ξέπλυμα μαγειρικού ή επιτραπέζιου σκεύους με ζεστό σταχτόνερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεθέρμισμα — το, ατος το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών με ζεστό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)